δειδίσκομαι

δειδίσκομαι
δειδίσκομαι (Α)
1. απλώνω το χέρι για να υποδεχτώ κάποιον, χαιρετίζω («δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρί»)
2. επιδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δειδίσκομαι πιθ. < *δη-δε[κ]-σκ, αναλογικά προς τα ρήματα σε -ισκω, απαντά στην Οδύσσεια με τους τ. δειδισκόμενος, δειδίσκετο και δεδισκόμενος. Τη γραφή τής πρώτης συλλαβής δει- τήν παραδίδουν τα χειρόγραφα, ενώ οι ίδιοι τύποι απαντούν και με γραφή δη-. Μαρτυρείται επίσης αθέματος ενεστ. δηδέχαταιδειδέχαται) και πρτ. δήδεκτο, δηδέχατοδει-) με αναδιπλασιασμό και εκτεταμένο το φωνήεν τής πρώτης συλλαβής. Τέλος απαντούν οι τ. δεικνύμενοςδηκνύμενος) και δεικανόωντοδηκανόωντο), το οποίο αποτελεί πιθ. μετρική έκταση τού δεκανόωντο, αν ληφθεί υπ' όψιν η γλώσσα τού Ησύχ. «δεκανάται
ασπάζεται». Η γραφή δηκ- όλων αυτών τών τύπων αλλά κυρίως τού δηκνύμενος επιτρέπει την υποτεθείσα σύνδεση με αρχ. ινδ. dāśnoti «τιμώ, προσφέρω θυσία». Το πιθανότερο είναι να υπάρχει σχέση με τη ρίζα *dek- τού δέχομαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δειδισκόμενος — δειδίσκομαι greet pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειδίσκετο — δειδίσκομαι greet imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδίσκομαι — (Α) 1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω 2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαι επίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • δεικανάω — (Α) 1. υποδέχομαι, καλωσορίζω («καὶ δεικανόωντο δέπασσιν» τους καλωσόριζαν με τα ποτήρια γεμάτα) 2. δείχνω, επιδεικνύω («ἐς πατέρ Ἀμφιτρύωνα ἑρπετά δεικανάασκεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δειδίσκομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”